δωδέκατος

δωδέκατος
-η, -ο (AM δωδέκατος, -η, -ον)
αυτός που έχει τη θέση τού αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος»)
νεοελλ.
1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα»
α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα
β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή
2. (τυπογρ.) «το δωδέκατο σχήμα» ή απλώς το δωδέκατο
τυπογραφικό σχήμα κατά το οποίο η τυπ. κόλλα (φύλλο) διπλώνεται έτσι ώστε να γίνονται 24 σελίδες
3. το θηλ. ως ουσ. η δωδεκάτη
ο δωδέκατος φθόγγος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ δωδέκατος
ονομασία μήνα στη Λοκρίδα και στην Καρία
2. (το θηλ. ως ουσ,) ἡ δωδεκάτη
η δεύτερη ημέρα τής γιορτής τών Ανθεστηρίων, οι χόες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδέκατον
το κλάσμα τής μονάδας διαιρεμένης διά τού δώδεκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δωδέκατος — twelfth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδέκατος — η, ο αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό δώδεκα: Ο Δεκέμβριος είναι ο δωδέκατος μήνας του χρόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δεκέμβριος — Δωδέκατος και τελευταίος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου που χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά ο δέκατος μήνας (από όπου και η ονομασία του: decen = δέκα) του παλαιού ρωμαϊκού ημερολογίου, που άρχιζε την 1η Μαρτίου. Στις πρώτες λατινικές κοινότητες… …   Dictionary of Greek

  • δυωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg (epic) δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάτω — δωδέκατος twelfth masc/neut nom/voc/acc dual δωδέκατος twelfth masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάτων — δωδέκατος twelfth fem gen pl δωδέκατος twelfth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδέκατον — δωδέκατος twelfth masc acc sg δωδέκατος twelfth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυωδεκάτη — δωδέκατος twelfth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυωδεκάτην — δωδέκατος twelfth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυωδεκάτης — δωδέκατος twelfth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”